- κυκεών
- Είδος ροφήματος, κατά την αρχαιότητα. Ήταν ένας πολτός που αποτελούσε κράμα διαφόρων υλικών και τον έπιναν ως αναψυκτικό ή ως φάρμακο. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν η Δήμητρα έψαχνε την κόρη της, Περσεφόνη, έφτασε στην Ελευσίνα και εκεί η Ιάμβη της έδωσε ένα δυναμωτικό, τον κ. Από τότε τον προσέφεραν στους συμμετέχοντες στα Ελευσίνια μυστήρια μετά τη νηστεία. Αναφέρεται επίσης ότι όταν οι Αργοναύτες πήγαν στην Κολχίδα, ήπιαν κ. από αίμα ταύρου, αλεύρι και θαλασσινό νερό. Στα διονυσιακά μυστήρια προσέθεταν στο ρόφημα αυτό μέλι, κρασί και τυρί. Ο τρόπος κατασκευής του προσέδωσε στη λέξη και τη μεταφορική σημασία του συμφύρματος διαφόρων ανόμοιων πραγμάτων.
Dictionary of Greek. 2013.